Την εποχή του αμύθητου πλούτου, τότε που κάναμε κομματάκια τα χαρτονομίσματα όταν μας τελείωνε ο χαρτοπόλεμος στα τρυφηλά μπαλ μασκέ μας, μαζί με έναν φίλο γραφίστα αγοράσαμε διάφορες ποιότητες και είδη χαρτιού σε ικανές ποσότητες.
— Πάρε κι εσύ, ρε μαλάκα, να παίζουμε!
Αγοράσαμε χαρτιά συνηθισμένα και ασυνήθιστα, πανάκριβα και απλώς ακριβά, από φύκια, από καλαμπόκι, χαρτιά ιλουστρασιόν, ματ, ντεμί σεζόν κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο σε ποικιλία γραμμαρίων να τρίβετε τα μάτια σας.
Παίξαμε με τα χαρτιά κάνοντας εκτυπώσεις, χειροποίητα βιβλία, λευκώματα και αφίσες. Περίσσεψε μπόλικο χαρτί. Εγώ το δικό μου χαρτί, το πηγαίνω σε βιβλιοδέτη και μου δένει ένα όμορφο τετράδιο. Ύστερα το κουβαλάω συνέχεια μαζί μου και το γεμίζω σκίτσα.
Το τετράδιο αυτής της περιόδου εναρμονίζεται με το κατοχικό πνεύμα των καιρών. Είναι από καλαμπόκι και ονομάζεται «μπομπότα».