Ευχές

Αγαπημένοι φίλοι,
κάποια μέρα του περσινού δύσκολου χειμώνα, ήρθε στο σπίτι η Κική, φίλη, συγγραφέας και αγωνίστρια, φέρνοντας μαζί της του κόσμου τα καλά. Δώρα για μένα, για την Ιζόλα (κάτι εντυπωσιακά στολίδια για τα μαλλιά), μέχρι και παιχνίδια για τα ρυζογαλάκια τα γατιά μου. 
Ανάμεσά τους ήταν και μια αφράτη κουβερτούλα, χνουδωτή από τη μια μεριά και σαν βελούδινη από την άλλη. Την αγάπησα αμέσως.
Την έριχνα επάνω μου σαν κάπα και μου χάριζε θαλπωρή και ασφάλεια τις νύχτες στο σχεδιαστήριο ή τυλιγόμουν όταν έπαιρνα κανένα υπνάκι στον καναπέ... Την έλεγα «η κουβέρτα της στοργής». Δεν την αποχωρίστηκα ούτε τον Ιούνιο, που έπρεπε να περάσω κάποιες μέρες στο κρεβάτι. Μου χάριζε σιγουριά και ασφάλεια. 

Βέβαια, καλοκαριάτικα δεν σκεπαζόμουν. Θα έβγαζα την μπέμπελη. Ήταν ένα αφράτο μαξιλάρι κι εγώ καθισμένη επάνω του ένιωθα σιγουριά, και με τα σαραντάρια που χτύπαγε στην Αθήνα, όπως καταλαβαίνετε, έβγαζα την μπέμπελη. Αλλά δεν το παραδεχόμουν με τίποτα.
Οι φίλοι είχαν μάθει και την έλεγαν κι εκείνοι «κουβέρτα της στοργής». Όταν κάποια μέρα η κουβέρτα της στοργής πλυμένη και μοσχοβολώντας λεβάντα, μπήκε στο ντουλάπι, ξέραμε όλοι ότι οι ζόρικες μέρες έγιναν παρελθόν. 

Αυτή τη μικρή ιστορία σας τη στέλνω μαζί με τις ευχές μου να έχετε πάντα μια κουβέρτα της στοργής και κάμποση κωλοφαρδία, που είναι εξίσου απαραίτητη.
Σας φιλώ με αγάπη