Ξημέρωσε. Γαίαν έχοις ελαφράν!
«Ο Σαββόπουλος δεν πέθανε χτες. Είχε πεθάνει χρόνια πριν».
Το είπαν πολλοί.
Και για μένα είχε πεθάνει από τότε που άρχισε να ερωτοτροπεί ξετσίπωτα με τη δεξιά.
Όταν ο Λούτσιο Ντάλα βγήκε και τραγούδησε στα ελληνικά καλλιστεία, όσοι τον ήξεραν πικράθηκαν κι αντέδρασαν με τον ξεπεσμό. Ο Σαββόπουλος τον σήκωσε:
«Είναι η συνείδηση της χώρας του, και το εννοώ, ανεξάρτητα από τις εδώ ντροπές του στα καλλιστεία». Ύστερα τραγούδησε το Caro amico ti scrivo Καλέ μου φίλε σου γράφω...
Πέρασα κι εγώ τα στάδια του πένθους που έχει περιγράψει εκείνη η πρωτοπόρα αμερικανίδα. Για κάποιον που δεν γνώρισα ποτέ. Δεν γνώρισα τον ίδιον, αλλά τα τραγούδια του τα ήξερα πολύ καλά. Και ήξερα και τους ανθρώπους που τα ήξεραν και τα έλεγαν και τα ένιωθαν. Δεθήκαμε, γίναμε φίλοι, εραστές, συνταξιδιώτες, συμφοιτητές, συνδαιτημόνες, συμπότες, πολιτικώς διαφωνούντες. Αυτά γίνονταν σ’ εκείνους τους καιρούς που το καλοκαίρι έπαιρνες το σλίπινκ μπαγκ, έμπαινες στο καράβι και κατέβαινες στο νησί. Αν δεν έβρισκες δωμάτιο, πράγμα σπάνιο γιατί σου νοίκιαζαν μέχρι και ταράτσες, κοιμόσουν στην παραλία μέχρι να βρεις. Κι αν δεν σου άρεσε το νησί, έπαιρνες το επόμενο καράβι και πήγαινες σε ένα άλλο.
Τα τραγούδια του Σαββόπουλου ήταν δεμένα μ’ εκείνες τις φιλίες, μ’ εκείνους τους έρωτες, μ’ εκείνα τα αξέχαστα καλοκαίρια, μ’ εκείνα τα ατέλειωτα ξενύχτια με καπνό και φιλοσοφάρε, μ’ εκείνες τις μέρες που πλουτίζαμε την ψυχή μας νομίζοντας ότι αλλάζουμε τον κόσμο. Ήταν «ασύγγνωστη άγνοια»; Ήταν σπατάλη της νιότης; Κάθε άλλο. Κερδισμένοι βγήκαμε.
Κι όταν για μας ήταν πια σαν πεθαμένος, μοιράσαμε την κληρονομιά που γενναιόδωρα μας άφησε.
«Γαίαν έχοις ελαφράν. Ευχαριστούμε. Χαίρε!» είπαμε και αποχωρήσαμε μ’ ένα ταρατατζούμ.
Και πάλι κερδισμένοι βγήκαμε. Γιατί όχι απλώς μοιράσαμε την κληρονομιά του, αλλά τη διασώσαμε, για να σώσουμε τις μνήμες μας και την ψυχή μας.
Δεν το κάναμε για φίλους που πέθαναν, όταν κλείστηκαν σε καριέρες, σε ευπρεπή ρούχα, σε γραφειάρες εκ ξύλου τικ και σε ωραίες, ταχτοποιημένες ζωούλες. Αυτοί οι φίλοι, που ήταν κάποτε παιδιά με μαλλιά και με μαύρα ρούχα, δεν μας άφησαν τίποτα προτού φύγουν για να πολεμήσουν το σύστημα εκ των έσω. Φτωχάλες! Διακόπτω δια να κλαύσω.
Στις αναμνήσεις μου είναι ο ασπροντυμένος μπουζουξής, η παιδική φίλη του παιδικού μου φίλου, κι εκείνος που ακόμα μάχεται λειψός· όλοι τους ανακατεμένοι με τα χρώματα των τραγουδιών του Σαββόπουλου.
Είναι μοναδικός ο τρόπος που πέρασαν οι στίχοι του στην καρδιά μας. Εγκαταστάθηκαν εκεί μόνιμα, έτσι που έγιναν και γέλιο και δάκρυ – ένα κράμα.
— Πάω να φέρω σουβλάκια!
— Βάλτα στη μπαγκαζιέρα. Αλλιώς «και πίσω τρέχανε σκυλιά».
Τυχεροί εσείς που κλάψατε, κι ας μην το παραδέχεστε.
Εγώ που δεν μπορώ να κλάψω, και λόγω αυτού μπορεί ν’ αλλοφρονήσει η θερμή μου η φύση, πέρασα τη νύχτα ξημερώνοντας Τετάρτη, με σκίτσα, με τραγούδια, με θύμησες και χαμόγελα.
Ύστερα έσβησα αυτό το φως κι έβαλα για καφέ.
Ξημέρωσε.
------------------------
Εδώ και τρεις μέρες το ίντερνετ πλακώνεται για τον Σαββόπουλο.
Οι υπέρ, οι κατά, οι πικραμένοι, οι οργισμένοι, οι ψυχρόαιμοι...
Δείτε το κείμενο στο φουμπού.
Δείτε το κείμενο στο φουμπού.
Τα σχόλια έχουν μεγάλο ενδιαφέρον.
