Καμιά φορά σκέφτομαι πόσα ποινικά αδικήματα διέπραξα κατά συρροή μ’ εκείνο το ποτό από τη Ρόδο. Υπεξαίρεση, φθορά ξένης ιδιοκτησίας, απάτη κατ’ εξακολούθηση, ψευδής ανωμοτί κατάθεση... Και από ηθικής πλευράς, θα είχα πιάσει πάτο, αν όλο αυτό δεν ήταν ένας πειραματισμός για να δω τι ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι σκευωρίες και οι απάτες.
Το ποτό βρισκόταν σ’ ένα μπουκάλι από πορσελάνη που παρίστανε τον πύργο και στο καπάκι του ήταν το ελάφι. Τράβαγες το ελάφι και ξεκαπάκωνες το μπουκάλι. Έλα όμως που το μπουκάλι είχε στο στόμιο φελλό σφραγισμένο με βουλοκέρι.
Ήξερα ότι τα ποτά όσο παλιώνουν τόσο καλύτερα γίνονται και αυτό το ποτό είχε την ηλικία μου. Δώρο στους γονείς μου, όταν ήταν νιόπαντροι. Ερωτοτροπούσα με την ιδέα να το δοκιμάσω κι έπρεπε να σκεφτώ κάτι έξυπνο. «Η επιθυμία υπακούει στην ευκαιρία», είπε ένας συγγραφέας, και συνήθως έτσι γίνεται. Όμως η δική μου επιθυμία ήταν τόσο μεγάλη, που έκανε την ευκαιρία να υπακούσει.
Το μάτι μου πήρε κάτι μελισσοκέρια κι ένα κουτί σπίρτα στο βάθος του ντουλαπιού. Τότε ακριβώς συνέλαβα πλήρως την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος κι έβαλα σ’ εφαρμογή το σχέδιό μου.
Έσπασα το βουλοκέρι, έσπρωξα μέσα τον φελλό και τράβηξα μία γενναία γουλιά από το ποτό. Αχ, γλυκό που ήταν! Όχι σαν εκείνο το άλλο, το ουίσκι, που ήπια λιγάκι στη ζούλα μια φορά και γύρισαν τα μάτια μου ανάποδα από τον βήχα. Τράβηξα και μια δεύτερη γουλιά. Μετά βούλωσα το μπουκάλι με λίγο μπαμπάκι κι έσταξα από πάνω μελισσοκέρι. Το καπάκωσα με το ελάφι και το έβαλα στη θέση του.
Οι επιχειρήσεις στο μπουκάλι συνεχίστηκαν μέχρι που άδειασα όλο το περιεχόμενό του. Είχα φτάσει πια στην τελευταία πράξη που στεφανώνει ολόκληρο το έργο. Ξαναβούλωσα το άδειο μπουκάλι, έσταξα μελισσοκέρι ακόμα πιο προσεκτικά από τις άλλες φορές και το έβαλα στη θέση του. Τα υπόλοιπα ήταν θέμα χρόνου.
Κάποια μέρα η μάνα μου είχε την ιδέα ν’ ανοίξουμε επιτέλους αυτό το παμπάλαιο μπουκάλι και να δοκιμάσουμε το ποτό. Έσπασε τη σφραγίδα και –ω τι έκπληξη!– ήταν άδειο.
«Δέκα χρόνια πια, θα εξατμίστηκε», είπα με σοβαρότητα.
«Θα εξατμίστηκε», συμφώνησε η μάνα μου, μ' εκείνο το ανεξιχνίαστο ύφος που δεν ήξερες αν δεν έχει καταλάβει και της την έχεις φέρει ή αν έχει καταλάβει και σ' την έχει φέρει εκείνη.